χοντροφτιαγμένος

χοντροφτιαγμένος
-η, -ο
χοντροκαμωμένος, αυτός που έχει χοντρά χαρακτηριστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδροκαμωμένος — η, ο 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει αδρά, έντονα χαρακτηριστικά 2. (για πράγματα) ο κατασκευασμένος χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία, χοντροφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + καμωμένος, μτχ. τού ρ. κάνω] …   Dictionary of Greek

  • γεώλοφος — και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο Α και γήλοφον, το) χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος αρχ. μσν. ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος αρχ. ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα») …   Dictionary of Greek

  • κασωτός — κασωτός, ή, όν (Α) (για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, *κετσές («κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. ωτός (πρβλ. καστρ ωτός, ραβδ… …   Dictionary of Greek

  • χοντροδουλεμένος — η, ο χοντροφτιαγμένος, κακοφτιαγμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”